αἱμαλέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A blood-red, Tryph.70; bloodstained, AP6.129 (Leon.), Nonn.D.5.14.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμαλέος: -α, -ον, = αἱματώδης, αἱματόχρους, Ἀνθ. Π. 6. 129. Τρυφ., Νόνν., κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sanglant.
Étymologie: αἷμα.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰλέος) -α, -ον
• Morfología: [fem. -λέη Triph.70, Nonn.D.4.454]
I 1ensangrentado κοπίς AP 6.129 (Leon.), ἐέρση Nonn.D.4.454, βοὸς ὁλκός Nonn.D.5.14.
2 de color rojo sangre αἱ. ἀμεθύσσου la amatista, Triph.70.
II subst. τὸ αἱ. morcilla Hsch., EM α 500.
Greek Monotonic
αἱμᾰλέος: -α, -ον (αἷμα), αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰλέος: окровавленный (κοπίδες Anth.).