βαρυβόας

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβόας Medium diacritics: βαρυβόας Low diacritics: βαρυβόας Capitals: ΒΑΡΥΒΟΑΣ
Transliteration A: barybóas Transliteration B: baryboas Transliteration C: varyvoas Beta Code: barubo/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A heavy-sounding, πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.

German (Pape)

[Seite 433] πορθμὸς Ἀχέροντος Pind. frg. 107, stark schreiend, tosend.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠβόας: -ου, ὁ. ὁ βαρέως, ἰσχυρῶς βοῶν, βαρύηχος, βαρυβόαν πορθμόν...Ἀχέροντος Πίνδ. Ἀποσπ. 107. 2.

English (Slater)

βᾰρῠβόας
   1 deep roaring βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143. 2.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠβόας) -ου, ὁ de sonido grave πορθμὸς Ἀχέροντος Pi.Fr.143.2.

Greek Monolingual

βαρυβόας, ο (Α)
αυτός που αντηχεί βαριάβαρυβόας πορθμός Ἀχέροντος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βόας < βοώ].

Russian (Dvoretsky)

βαρυβόᾱς: adj. m глухо ревущий (πορθμὸς Ἀχέροντος Pind.).