κισσηρεφής
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω)
A ivy-clad, Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548, Philostr.Dial.2, prob. for κισσηφερής in Suid.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, mit Epheu bedeckt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κισσηρεφής: -ές, (ἐρέφω) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής.
Greek Monolingual
-ές (Α κισσηρεφής, -ές)
ο καλυμμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ-ηρεφής, πετρ-ηρεφής. Το -η- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].