μακροβόλος
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ον,
A far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροβόλος: -ον, ὁ βάλλων μακράν, σφενδόνη Στράβ. 311. 20.
Greek Monolingual
-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.