πρόσκλυσμα

From LSJ
Revision as of 10:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκλυσμα Medium diacritics: πρόσκλυσμα Low diacritics: πρόσκλυσμα Capitals: ΠΡΟΣΚΛΥΣΜΑ
Transliteration A: prósklysma Transliteration B: prosklysma Transliteration C: prosklysma Beta Code: pro/sklusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lotion, Dsc.1.115, Antyll. ap. Orib.9.23 tit.; mouthwash, Archig. ap. Orib.8.1.39; hair-wash, Herod.Med. ap. Orib.10.17.1.

German (Pape)

[Seite 770] τό, dasjenige, womit man ausspült, Spülwasser, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκλυσμα: τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν ὕδωρ, Ὀρειβάσ. 157 Matth.

Greek Monolingual

-ύσματος, τὸ, Α προσκλύζω
1. το ζεστό νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο ή λούσιμο
2. (κυρίως) το νερό που χρησιμοποιείται για το λούσιμο των μαλλιών.