συκοτράγος
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
ον, (τρᾰγεῖν)
A fig-eating, Ael.NA17.31.
German (Pape)
[Seite 973] Feigen essend, Ael. H. A. 17, 31.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοτράγος: -ον, (τρᾰγεῖν) ὁ τρώγων σῦκα, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange des figues.
Étymologie: σῦκον, τρώγω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρώει σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -τράγος (< θ. τραγ-, πρβλ. τραγ-εῖν, αόρ. β' του τρώγω), πρβλ. κριθο-τράγος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρώει σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -τράγος (< θ. τραγ-, πρβλ. τραγ-εῖν, αόρ. β' του τρώγω), πρβλ. κριθο-τράγος.