συκοτράγος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοτράγος Medium diacritics: συκοτράγος Low diacritics: συκοτράγος Capitals: ΣΥΚΟΤΡΑΓΟΣ
Transliteration A: sykotrágos Transliteration B: sykotragos Transliteration C: sykotragos Beta Code: sukotra/gos

English (LSJ)

ον, (τρᾰγεῖν)

   A fig-eating, Ael.NA17.31.

German (Pape)

[Seite 973] Feigen essend, Ael. H. A. 17, 31.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοτράγος: -ον, (τρᾰγεῖν) ὁ τρώγων σῦκα, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange des figues.
Étymologie: σῦκον, τρώγω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -τράγος (< θ. τραγ-, πρβλ. τραγ-εῖν, αόρ. β' του τρώγω), πρβλ. κριθο-τράγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -τράγος (< θ. τραγ-, πρβλ. τραγ-εῖν, αόρ. β' του τρώγω), πρβλ. κριθο-τράγος.