ἡμίτριψις
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Full diacritics: ἡμίτριψις | Medium diacritics: ἡμίτριψις | Low diacritics: ημίτριψις | Capitals: ΗΜΙΤΡΙΨΙΣ |
Transliteration A: hēmítripsis | Transliteration B: hēmitripsis | Transliteration C: imitripsis | Beta Code: h(mi/triyis |
εως, ἡ,
A half-massage, Gal.18(2).873.
ἡμίτριψις, ἡ (Α)
ελαφρά μάλαξη μερών του σώματος για θεραπευτικό σκοπό, μασάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τρίψις (< τρίβω)].