φαλαρίς
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
Ion. φαληρίς, ίδος, ἡ:—
A coot, Fulica atra, so called from its bald white head, Ar.Ach.875, Av.565 (anap., in Ion. form), Arist. HA593b16 (v.l. φαληρίς), Fr.350, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e; φαληρίδες ταριχηραί Cleomenesap.eund.9.393c. II canary grass, Phalaris nodosa, Dsc.3.142 (both forms in codd.); phaleri (sic), Plin. HN27.126.
German (Pape)
[Seite 1253] ίδος, ἡ, ion. φαληρίς, das Wasserhuhn, nach seiner kahlen, weißen Platte benannt; Ar. Av. 565 (in der ion. Form) Ach. 854; Eubul. bei Ath. III, 108 b. Nach Buttmann Lexil. II p. 248 war der Vogel schwarz, mit weißer Blesse auf dem Kopfe, wie das Bleßhuhn. – Bei Plin. H. N. 27, 12 eine Grasart, deren Aehre vielleicht an den Helmbusch erinnerte.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλᾱρίς: Ἰωνικ. φαληρίς, ίδος, ἡ· (φαλᾱρός)· ― πτηνὸν λιμναῖον, κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς φαλακρᾶς λευκῆς κεφαλῆς του, «φαλαρίδα», Λατιν. phalāris, phalēris, Ἀριστοφ. Ἀχ. 875, Ὄρν. 565 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· ― κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. φάλος 10, ἔν τισι τόποις τῆς Γερμανίας τὸ πτηνὸν τοῦτο καλεῖται Blesshuhn, ὡς ἐκ τοῦ λευκοῦ μέρους (Bletz) τοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ. ΙΙ. εἶδος χόρτου, Phal. canariensis, Διοσκ. 3. 159, Πλίν. 27. 102.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
poule d’eau, oiseau.
Étymologie: φαλαρός.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φαληρίς, -ίδος, ἡ Α
βλ. φαλαρίδα.
Greek Monotonic
φᾰλᾱρίς: -ίδος, Ιων. φαληρίς, ἡ (φαλᾱρός), φαλαρίδα, πουλί που ζει κοντά σε λίμνες· ονομάζεται έτσι από το λευκό φαλακρό κεφάλι του, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλᾱρίς: ион. φᾰληρίς, ίδος ἡ птица лысуха (Fulica) Arph., Arst.
Middle Liddell
φᾰλᾱρίς, ίδος, ἡ, [φαλᾱρός]
the coot, so called from its bald white head, Ar.