ἀποσιτία
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ,
A aversion to food, want of appetite, Hp.Aph.6.3, Aret.SD1.12. 2 fasting, Porph.Abst.1.27.
German (Pape)
[Seite 324] ἡ, Hippocr., Mangel an Appetit, ἀνορεξία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσῑτία: ἡ, ἀποστροφὴ τροφῆς, ἔλλειψις ὀρέξεως, Ἱππ. Ἀφ. 1256, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Coac.396
1 falta de apetito, inapetencia Hp.l.c., Aph.6.3, Aret.SD 1.12.1.
2 ayuno Porph.Abst.1.27.
Greek Monolingual
ἀποσιτία, η (Α)
1. αποστροφή για την τροφή, ανορεξία
2. νηστεία.