χαμαίκισσος

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίκισσος Medium diacritics: χαμαίκισσος Low diacritics: χαμαίκισσος Capitals: ΧΑΜΑΙΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: chamaíkissos Transliteration B: chamaikissos Transliteration C: chamaikissos Beta Code: xamai/kissos

English (LSJ)

ὁ,

   A ground-ivy, Glechoma hederacea, Dsc.4.125, Plin.HN24.135.    II = ἰχθυοθήρα, ib.25.116.    2 = κισσός, ib.16.152.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίκισσος: ὁ, κισσός ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐξαπλούμενος, Διοσκ. 4. 126, Πλίν. 16. 62, κτλ. ΙΙ. εἶδος κυκλαμίνου ὁ αὐτ. 25. 69.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
βοτ.
1. είδος κισσού που απλώνεται στο έδαφος
2. είδος κυκλάμινου
3. το φυτό γλήχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κισσός.