πολύβωλος

From LSJ
Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβωλος Medium diacritics: πολύβωλος Low diacritics: πολύβωλος Capitals: ΠΟΛΥΒΩΛΟΣ
Transliteration A: polýbōlos Transliteration B: polybōlos Transliteration C: polyvolos Beta Code: polu/bwlos

English (LSJ)

ον,

   A with large clods, fruitful, E.Fr.229 (anap.).

German (Pape)

[Seite 660] mit starken, großen Schollen, fruchtbar, χώρα, Eur. frg. bei D. Hal. de C. V. 25.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβωλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς καὶ μεγάλους βώλους (χώματος), γόνιμος, ὡς τὸ ἐρίβωλος, Εὐρ. Ἀποσπ. 231.

Greek Monolingual

-ον Α
(για τόπο, για αγρό)
1. αυτός που έχει πολλούς σβώλους
2. εύφορος, καρπερός («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βῶλος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερί-βωλος)].

Russian (Dvoretsky)

πολύβωλος: с крупными глыбами или комьями, т. е. плодородный (χώρα Eur.).