τραπεζιτεία
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ,
A money-changing, banking, Supp.Epigr.4.668.15 (Lampsacus); τ. δημοσία POxy.1415.26 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζῑτεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα, τὸ ἔργον τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
Greek Monolingual
ἡ, Α τραπεζιτεύω
το επάγγελμα και το έργο του τραπεζίτη.