τραπεζιτεία

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζῑτεία Medium diacritics: τραπεζιτεία Low diacritics: τραπεζιτεία Capitals: ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΙΑ
Transliteration A: trapeziteía Transliteration B: trapeziteia Transliteration C: trapeziteia Beta Code: trapezitei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A money-changing, banking, Supp.Epigr.4.668.15 (Lampsacus); τ. δημοσία POxy.1415.26 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζῑτεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα, τὸ ἔργον τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

Greek Monolingual

ἡ, Α τραπεζιτεύω
το επάγγελμα και το έργο του τραπεζίτη.