παρεμμαίνομαι
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
Pass.,
A to be somewhat mad, Tim. Lex. s.v. κορυβαντιᾶν.
German (Pape)
[Seite 515] = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμμαίνομαι: Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.
Greek Monolingual
Α εμμαίνομαι
κατέχομαι κάπως από μανία.