θρεπτέος

From LSJ
Revision as of 17:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτέος Medium diacritics: θρεπτέος Low diacritics: θρεπτέος Capitals: ΘΡΕΠΤΕΟΣ
Transliteration A: threptéos Transliteration B: threpteos Transliteration C: threpteos Beta Code: qrepte/os

English (LSJ)

α, ον, (τρέφω)

   A to be fed, nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R.403c.    II θρεπτέον one must feed, keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5.    2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τρέφω.

Greek Monotonic

θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θρεπτέος: adj. verb. к τρέφω.

Middle Liddell

θρεπτέος, η, ον verb. adj. of τρέφω,]
I. to be fed, Plat.
II. θρεπτέον, one must feed, Xen.
2. from Pass., one must be fed, one must live, Xen.