προεκλείπω
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A fail to assist, τινα Hp.Ep.10:—Pass., to be evacuated previously, J.AJ17.10.9.
German (Pape)
[Seite 719] vorher verlassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλείπω: ἐγκαταλείπω πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.
Greek Monolingual
Α
1. εγκαταλείπω προηγουμένως κάποιον, αρνούμαι να τον βοηθήσω
2. παθ. προεκλείπομαι
(για πόλη) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκλείπω «εγκαταλείπω»].