Σικυώνιος

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Sicyonien ; ἡ Σικυωνία le territoire de Sicyone ; οἱ Σικυώνιοι les Sicyoniens ; Σικυωνία ἐμβάς LUC chaussure de femme à la mode sicyonienne.
Étymologie: Σικυών.

Greek Monolingual

-α, -ο / Σικυώνιος, -ία, -ον, ΝΑ [Σικυών, -ῶνος]
1. ο κάτοικος της Σικυώνας
2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ.
β. «Σικυώνιον ἔλαιον», Γαλ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Σικυωνία
η γύρω από την αρχαία πόλη Σικυώνα χώρα της Πελοποννήσου κατά μήκος του Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά της Κορίνθου και σε απόσταση 25 περίπου χιλιομέτρων από αυτήν.

Russian (Dvoretsky)

Σῐκυώνιος: II ὁ уроженец или житель города Σίκυών Her. etc.
сикионский Her., Thuc., Xen.