Κίλισσα

From LSJ
Revision as of 11:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίλισσα Medium diacritics: Κίλισσα Low diacritics: Κίλισσα Capitals: ΚΙΛΙΣΣΑ
Transliteration A: Kílissa Transliteration B: Kilissa Transliteration C: Kilissa Beta Code: *ki/lissa

English (LSJ)

[ῐ], ης, ἡ,

   A Cilician woman, A.Ch.732; as the name of a slave, Sch.Ar.Pax362.    2 Adj., fem. of Κιλίκιος, νέες Hdt.8.14.

Greek (Liddell-Scott)

Κίλισσα: ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς ὄνομα δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.

Greek Monolingual

Κίλισσα, η (Α)
1. θηλ. του Κίλιξ
2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» — πλοία της Κιλικίας (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κίλικ-υă < θ. Κίλικ- του Κίλιξ, -ικος) + επίθημα -ya (πρβλ. Φοίνισσα < Φοίνικ-ya)].

Russian (Dvoretsky)

Κίλισσα:
I ἡ киликиянка Aesch., Xen.
II adj. f киликийская (νῆες Her.).