ἀνατί
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
[ῑ], Adv. of ἄνατος,
A without harm, with impunity, A.Eu.59, S.Ant.485, E.Med.1357, Pl.Lg.871e, prob. in Th.8.67, cf. Is.Fr.2, D.S.20.58, etc. (Spelling ἀνατεί attested by Hdn.Epim.256.)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
mieux que ἀνατεί;
adv.
sans dommage, impunément.
Étymologie: ἄνατος.
Spanish (DGE)
(ἀνᾱτί) • Alolema(s): ἀνατεί A.Eu.59, Ar.Ec.1020, Th.8.67, Lyc.283, Hdn.Epim.256
• Prosodia: [-ῑ]
impunemente, libre de daño ἥτις αἶα τοῦτ' ἐπεύχεται γένος τρέφουσ' ἀνατεί A.l.c., cf. S.Ant.485, E.Med.1357, Ar.l.c., Pl.Lg.871e, 917c, ἀνατεὶ εἰπεῖν γνώμην Th.l.c., cf. Is.Fr.1, D.S.20.58.
• Etimología: Adv. deriv. de ἄνατος, q.u.
Greek Monotonic
ἀνᾱτί: [ῑ], επίρρ. του ἄνατος, ατιμωρητί, ανεβλαβώς, σε Τραγ.· επίσης γράφεται ἀνατεί.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱτί: и ἀνατεί adv. без вреда (для себя), безнаказанно Trag., Arph., Plat.