πύρπνους

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. πύρπνοος.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. πύρπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά («πύρπνοον... βέλος» — η αστραπή, Αισχύλ.).
επίρρ...
πυρπνόως Μ
(για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής) σαν πνοή φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύρπνους -ουν, contr. πύρπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuurspuwend.

Middle Liddell

πύρ-πνους, ουν, = πυρίπνοος
firebreathing, Τυφών Aesch., Eur.