πύρπνοος

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρπνοος Medium diacritics: πύρπνοος Low diacritics: πύρπνοος Capitals: ΠΥΡΠΝΟΟΣ
Transliteration A: pýrpnoos Transliteration B: pyrpnoos Transliteration C: pyrpnoos Beta Code: pu/rpnoos

English (LSJ)

πύρπνοον, contr. πύρπνους, πύρπνουν = πυρίπνοος, fire-breathing, Τυφών A.Th.511, cf. 493; ταῦροι, λέαινα, e.Med.478, El.473 (lyr.); χίμαιρα Anaxil.22.3, Epin.2.10; πύρπνοον βέλος, of lightning, A.Pr.917; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of Etna, ib.373.

German (Pape)

[Seite 824] = πυρίπνοος; βέλος, Aesch. Prom. 919, vgl. Spt. 425; Τυφών, 493; ταῦροι, Eur. Med. 478; λέαινα, El. 473; χίμαιρα, Epinic. bei Ath. XI, 497 c.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui souffle ou respire le feu;
2 enflammé, ardent : πύρπνοον βέλος ESCHL le trait enflammé, càd la lumière du jour.
Étymologie: πῦρ, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

πύρπνοος: стяж. πύρπνους 2 огнедышащий (Τυφών Aesch.; ταῦροι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πύρπνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, = πυρίπνοος, ὁ πνέων πῦρ, Τυφὼν Αἰσχύλ. Θήβ. 511, πρβλ. 493· ταῦροι, λέαιναι Εὐρ. Μήδ. 478, Ἠλ. 474· χίμαιρα πύρπνοος Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 3· π. βέλος, ἐπὶ ἀστραπῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 917· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, ἐπὶ τῆς Αἴτνης, αὐτόθι 371. Ἐπίρρ. -πνόως, Εὐστ. ἐν Mai’s Spicil. 5. 311.

Greek Monotonic

πύρπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν=πυρίπνοος, αυτός που έχει πύρινη αναπνοή, Τυφών, σε Αισχύλ., Ευρ.

English (Woodhouse)

breathing fire

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)