αἰολόστομος

From LSJ
Revision as of 14:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολόστομος Medium diacritics: αἰολόστομος Low diacritics: αιολόστομος Capitals: ΑΙΟΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: aiolóstomos Transliteration B: aiolostomos Transliteration C: aiolostomos Beta Code: ai)olo/stomos

English (LSJ)

ον,

   A shifting in speech, of an oracle, A.Pr.661.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολόστομος: -ον, ὁ ποικίλα καὶ ἀβέβαια σημαίνων, ἐπὶ χρησμῶν, δυσκρίτως εἰρημένων, Αἰσχύλ. Πρ. 661.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole équivoque.
Étymologie: αἰόλος, στόμα.

Spanish (DGE)

-ον ambiguo, contradictorio χρησμοί A.Pr.661.

Greek Monotonic

αἰολόστομος: -ον (στόμα), μεταβλητός στη σημασία, αυτός που έχει αβέβαιη σημασία, λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰολόστομος: многозначный, двусмысленный (χρησμός Aesch.).

Middle Liddell

στόμα
shifting in speech, of an oracle, Aesch.