δυσκάθαρτος

From LSJ
Revision as of 17:34, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκάθαρτος Medium diacritics: δυσκάθαρτος Low diacritics: δυσκάθαρτος Capitals: ΔΥΣΚΑΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: dyskáthartos Transliteration B: dyskathartos Transliteration C: dyskathartos Beta Code: duska/qartos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A hard to purify, Ph.1.239, al.; hard to purge, πνεύματα Plu.2.991b, cf. Dsc.5.69.    II hard to satisfy by purification or atonement, δ. Ἅιδου λιμήν, of the house of the Labdacidae in which murders never ceased, S.Ant. 1284 (lyr.); δαίμων Ar.Pax1250.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu reinigen; πνεῦμα Plut. Gryll. 8; – schwer auszusöhnen, nicht durch Sühnopfer zu besänftigen, Ἅιδου λιμήν Soph. Ant. 1270; δαίμων Ar. Pax 1250.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκάθαρτος: -ον, δυσκόλως καθαιρόμενος, Πλούτ. 2. 991Β. ΙΙ. δυσκόλως διὰ καθαρμῶν ἐξιλεούμενος, Λατ. inexpiabilis, δ. Ἅιδου λιμήν, ἐπὶ τοῦ οἴκου τῶν Λαβδακιδῶν, ἐν ᾧ οὐδέποτε ἔληξαν οἱ φόνοι, Σοφ. Ἀντ. 1284· δαίμων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à purifier;
2 difficile à fléchir par des expiations, càd qui exige victime sur victime.
Étymologie: δυσ-, καθαίρω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-κᾰ-]
1 de divinidades difícil de aplacar o eludir mediante purificación, implacable, ineludible, funesto ᾍδου λιμήν S.Ant.1284, ὦ δυσκάθαρτε δαῖμον ¡oh destino implacable! Ar.Pax 1250.
2 difícil de purificar, impuro ἄγη δ. Ph.2.555, γνώμη Chrysipp.Stoic.3.168, ψυχή Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.40, de pers. δ. καὶ μιαρός Ph.2.298 (p.148), cf. 1.274, 345, 428.
3 medic. difícil de purgar πνεύματα Plu.2.991b, τὰ ἐν τοῖς ἕλκεσι δυσκάθαρτα Aët.15.13, de pers. αἱ ἐκ τοκετοῦ δυσκάθαρτοι Dsc.5.69, cf. Gal.15.539.

Greek Monolingual

δυσκάθαρτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καθαρίζεται
2. αυτός που δύσκολα εξιλεώνεται.

Greek Monotonic

δυσκάθαρτος: -ον (καθαίρω), αυτός που είναι δύσκολο να εξιλεωθεί μέσω εξαγνισμού ή καθαρμών, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκάθαρτος:
1) с трудом поддающийся очищению (πνεύματα Plut.);
2) неумолимый (Ἃιδου λιμήν Soph.; δαίμων Arph.).

Middle Liddell

δυσ-κάθαρτος, ον καθαίρω
hard to satisfy by purification or atonement, Soph., Ar.