πολύρροθος

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρροθος Medium diacritics: πολύρροθος Low diacritics: πολύρροθος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: polýrrothos Transliteration B: polyrrothos Transliteration C: polyrrothos Beta Code: polu/rroqos

English (LSJ)

ον, = foreg., φροίμια π. the cries

   A of many voices, A.Th.7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].

Greek Monotonic

πολύρροθος: -ον, βροντερός, πολυθόρυβος, φροίμια πολύρροθα, πολυκύμαντος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.

Russian (Dvoretsky)

πολύρροθος: многошумный, многоголосый (φροίμια Aesch.).

Middle Liddell

πολύρ-ροθος, ον,
much-roaring, φροίμια π. the cries of many voices, Aesch.