γερροφόροι

From LSJ
Revision as of 17:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερροφόροι Medium diacritics: γερροφόροι Low diacritics: γερροφόροι Capitals: ΓΕΡΡΟΦΟΡΟΙ
Transliteration A: gerrophóroi Transliteration B: gerrophoroi Transliteration C: gerroforoi Beta Code: gerrofo/roi

English (LSJ)

οἱ,

   A troops that used wicker shields, X.An.1.8.9, Pl.La. 191c, Str.7.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

γερροφόροι: οἱ, στρατιῶται φέροντες πεπλεγμένας ἀσπίδας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Πλάτ. Λάχ. 191C.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
soldados armados con escudos de mimbre Pl.La.191c, X.An.1.8.9, Oec.4.5, Str.7.3.17, Lex.Tht.93.

Greek Monolingual

γερροφόροι, οι (Α)
ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν γέρρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

γερροφόροι: οἱ (φέρω), τάγμα στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γερροφόροι: οἱ вооруженные плетеными щитами Xen.

Middle Liddell

φέρω
a kind of troops that used wicker shields, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γερροφόροι -ων, οἱ γέρρον, φέρω soldaten met (rieten) schild.