ἐπιχειρητέον

From LSJ
Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειρητέον Medium diacritics: ἐπιχειρητέον Low diacritics: επιχειρητέον Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΤΕΟΝ
Transliteration A: epicheirētéon Transliteration B: epicheirēteon Transliteration C: epicheiriteon Beta Code: e)pixeirhte/on

English (LSJ)

or ἐπιχειρ-έα,

   A one must attempt, Pl.Ap.19a ; μείζοσι Isoc.Ep.9.18.    2 ἐπιχειρητέα one must attack, Th.1.118, 2.3.    3 one must argue dialectically, πρός τι to a conclusion, Arist. Top.120b8.    II ἐπιχειρ-ητέος, α, ον, to be attempted, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐ. Antipho 2.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειρητέον: ἢ -έα, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προσβάλῃ, τινὶ Θουκ. 1. 118., 2. 3· πρέπει τις νὰ ἐπιχειρήσῃ, Πλάτ. Ἀπολ. 18E. ΙΙ. ἐπιχειρητέος, α, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐπιχειρήσῃ τις, ὅμως δὲ καὶ τοῦτο ἐπ. Ἀντιφῶν 116. 41.

Greek Monotonic

ἐπιχειρητέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του ἐπιχειρέω, αυτό που πρέπει κάποιος να επιχειρήσει ή να προσβάλλει με επίθεση, τινί, σε Θουκ., Πλάτ.