χαμαιρεπής

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιρεπής Medium diacritics: χαμαιρεπής Low diacritics: χαμαιρεπής Capitals: ΧΑΜΑΙΡΕΠΗΣ
Transliteration A: chamairepḗs Transliteration B: chamairepēs Transliteration C: chamairepis Beta Code: xamaireph/s

English (LSJ)

ές,

   A creeping on the ground, grovelling, Gal.12.308. Adv. -πῶς Hsch.    II cf. sq. 11.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιρεπής: -ές, ὁ χαμαὶ ῥέπων, χαμαίζηλος, τῆς πεπατημένης καὶ χαμαιρεποῦς διανοίας Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2, σ. 188D· ἴδε τὸ ἑπόμ. - Ἐπίρρ χαμαιρεπῶς, «χαμαιζήλως· ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και χαμαιρρεπής, -ές, Α
χαμαίζηλος, χαμαιπαγής.
επίρρ...
χαμαιρεπῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς
χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι-ρρεπής, ὀξυ-ρεπής].