κακόφωνος
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ον,
A ill-sounding, not producing agreeable sounds, τὰ ξηρὰ κ. Arist.Aud.802b23; with a bad voice, τραγῳδός D.T.631.21, Phlp.in de An.533.32; opp. εὔφωνος, Phld.Po. Herc.994Fr.11; of words, cacophonous, D.H.Comp.12, cf. 16 (Sup.), D.T.631.20; τὸ κ., = κακοφωνία, Sch.Ar.Eq.248.
German (Pape)
[Seite 1305] mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.
Greek (Liddell-Scott)
κακόφωνος: -ον, κακῶς ἠχῶν, μὴ ἀπηχῶν, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 40· ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· τὸ κακόφωνον = κακοφωνία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 248. - πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ δυσκέλαδος, «κακοκέλαδος, καὶ οἰονεὶ κακόφωνος» Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόφωνος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή
2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον
η κακοφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος, μεγαλό-φωνος].
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόφωνος: неблагозвучный, неприятно звучащий Arst., Plut.