καταρρήσσω

From LSJ
Revision as of 14:30, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρήσσω Medium diacritics: καταρρήσσω Low diacritics: καταρρήσσω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: katarrḗssō Transliteration B: katarrēssō Transliteration C: katarrisso Beta Code: katarrh/ssw

English (LSJ)

(A), Att. κατα-ρρήττω,

   A = καταρρήγνυμι, in Med., τὰς ἐσθῆτας D.S.1.72.
καταρρήσσω (B), Ion. for καταρράσσω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρήσσω: καταρρήγνυμι, Ἡσύχ.- Μέσ., Διόδ., 1. 72.

Greek Monolingual

(I)
καταρρήσσω, αττ. τ. καταρρήττω (Α)
καταρρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥήσσω μεταπλασμένος ενεστ. τ. του ῥήγνυμι.
(II)
καταρρήσω (Α)
ιων. τ. του καταράσσω.