κρύφω

From LSJ
Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠφω Medium diacritics: κρύφω Low diacritics: κρύφω Capitals: ΚΡΥΦΩ
Transliteration A: krýphō Transliteration B: kryphō Transliteration C: kryfo Beta Code: kru/fw

English (LSJ)

late form of κρύπτω, only impf., Q.S.1.393, AP7.700 (Diod.), Nonn.D.7.45, al.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφω: ῠ, μεταγν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318.

Greek Monolingual

κρύφω (Α)
βλ. κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρύπτω < θ. κρυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κρυφ-α)].

Greek Monotonic

κρύφω: [ῠ], μεταγεν. τύπος του κρύπτω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρύφω: (ῠ) (только praes. и impf.) Anth. = κρύπτω.

Middle Liddell

κρύ˘φω, late form of κρύπτω, Anth.]