κορός
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
(A), Adj.
A dark, black, Sch.D Il.1.170: etym. of κόραξ, EM 529.30.
κορός (B), Adj.
A pure, Procl.Theol.Plat.5.3 (where θεοῦ κόρου καὶ νοῦ ὄντος), Id.ad Hes.Op.111, EM540.5, cf. Pl.Cra.396b (Κρόνος = κορὸς νοῦς).
Greek Monolingual
(I)
κορός και κόρος (Α)
επίθ. καθαρός, αγνός.
(II)
κορός (Α)
επίθ. μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το κόραξ.