πενταχοίνικος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ον,
A containing five χοίνικες, Poll.4.168.
Greek (Liddell-Scott)
πενταχοίνῐκος: -ον, ὁ χωρῶν πέντε χοίνικας, «μέτρων δὲ ὀνόματα μέδιμνος, …, χοῖνιξ, τριχοίνικον, πενταχοίνικον» κτλ. Πολυδ. Δ΄, 168.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε χοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -χοίνικος (< χοῖνιξ, -ικος), πρβλ. τρι-χοίνικος].