φιλοπαιγμοσύνη
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ἡ,
A love of play or sport, Poll.5.161.
German (Pape)
[Seite 1283] ἡ, Liebe zum Spiel, Scherz, Poll. 5, 161.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπαιγμοσύνη: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰς παιδιάς, πρὸς τὰς διασκεδάσεις, Πολυδ. Εϳ, 161.
Greek Monolingual
η, ΝΑ φιλοπαίγμων, -ονος]
η ιδιότητα του φιλοπαίγμονος.