βουδόκος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ον,
A receiving oxen, ἐχῖνος (i.e. λέβης) Call.Fr.250b.
German (Pape)
[Seite 456] einen Ochsen fassend, Callim. E. G.
Greek (Liddell-Scott)
βουδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος, περιλαμβάνων βοῦν, ἢ βοῦς, Καλλιμάχεια ΙΙ, 489 (Scneider).
Spanish (DGE)
-ον
capaz de contener un buey, e.e. enorme ἐχῖνος Call.SHell.268.
Greek Monolingual
βουδόκος, -ον (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει μέσα του ένα βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόκος < δέχομαι (πρβλ. ακοντοδόκος, ιοδόκος)].