βαδιστός

From LSJ
Revision as of 18:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαδιστός Medium diacritics: βαδιστός Low diacritics: βαδιστός Capitals: ΒΑΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: badistós Transliteration B: badistos Transliteration C: vadistos Beta Code: badisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be passed on foot, Arr.Ind.43.10:—but βάδιστοι· βαδύτατοι, Hsch. (i.e. ἡδ-).

German (Pape)

[Seite 423] zu gehen, gangbar, Arr. Ind. 43.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις πεζῇ νὰ διέλθῃ, ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ βαδίσῃ, Ἀρρ. Ἰνδ. 43.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
accesible de lugares εἴπερ πλωτά τε ἦν καὶ βαδιστά Arr.Ind.43.10, ἵπποις πεδιάδα βαδιστήν Sch.Pi.P.5.123.

Greek Monolingual

βαδιστός, -ή, -όν (Α) βαδίζω
(για ποταμό) εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί με τα πόδια (χωρίς σχεδίες).