δουροπαγής
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ές, poet. for δορυπαγής, Opp.H.1.358, Nonn.D.4.230.
German (Pape)
[Seite 663] ές, = δορυπαγής; ἔργον Opp. H. 1, 358; ἅρμα θαλάσσης Nonn. D. 45, 192.
Greek (Liddell-Scott)
δουροπᾰγής: -ές, Ἰων, ἀντὶ δορυπαγής, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358, Νόνν. 45, 192.
Spanish (DGE)
(δουροπᾰγής) -ές
de maderas bien ensambladas ἔργον δουροπαγές de naves, Opp.H.1.358, cf. Nonn.D.4.230. Cf. δορυ-.
Greek Monolingual
βλ. δορυπαγής.