ζηλέω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
A = ζηλοτυπέω, etym. of ζηλήμων, Eust.70.30:—in Dor. form ζᾱλέω, to be zealous for, τὰ τᾶς αὐτοσαυτοῦ πατρίδος SIG734.7 (Delph., i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1138] Gramm., = ζηλοτυπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλέω: ζηλοτυπέω, παρὰ γραμμ. ὡς ῥίζα τοῦ ζηλήμων.
Greek Monolingual
ζηλέω, δωρ. τ. ζαλέω (Α) [[[ζήλος]] Ι]
1. έχω ζήλο για κάτι
2. ζηλοτυπώ.