θυράζω

From LSJ
Revision as of 16:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυράζω Medium diacritics: θυράζω Low diacritics: θυράζω Capitals: ΘΥΡΑΖΩ
Transliteration A: thyrázō Transliteration B: thyrazō Transliteration C: thyrazo Beta Code: qura/zw

English (LSJ)

aor. inf. θυράξαι,

   A thrust out of doors, Hsch.

Greek Monolingual

θυράζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) σπρώχνω έξω από τη θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη του οποίου συνηγορεί η γλώσσα του Ησύχ. θυράγματα
αφοδεύματα].