λέκτο
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
A v. λέγω (B), λέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λέκτο: ἴδε λέγω Α, Β.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω¹;
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω².
English (Autenrieth)
see λέγω.
Greek Monotonic
λέκτο:1. γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του λέγω (Α).
2. Μέσ. αόρ. βʹ του λέγω (Β).