θυμιατρίς
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= θυμιατήριον, Dam.Isid.188.
German (Pape)
[Seite 1223] ίδος, ἡ, = θυμιατήρ, Damasc. in Phot. bibl. p. 347, 35.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιᾱτρίς: -ίδος, ἡ, = θυμιατήριον, Δαμασκ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 347. 35.