ναιδαμῶς

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναιδᾰμῶς Medium diacritics: ναιδαμῶς Low diacritics: ναιδαμώς Capitals: ΝΑΙΔΑΜΩΣ
Transliteration A: naidamō̂s Transliteration B: naidamōs Transliteration C: naidamos Beta Code: naidamw=s

English (LSJ)

Com. form of ναί,

   A yes certainly, opp. οὐδαμῶς or μηδαμῶς, Com.Adesp.1086.

German (Pape)

[Seite 227] nach οὐδαμῶς gebildet, als Ggstz dazu, verstärktes ναί, allerdings.

Greek (Liddell-Scott)

ναιδᾰμῶς: τύπος ἰσχυρότερος τοῦ ναί, μάλιστα, βεβαιότατα, ἀντίθετον τῷ οὐδαμῶςμηδαμῶς, Κωμικ. παρ’ Ἡσυχ., ἐκ διορθώσ. τοῦ Sopping. ἀντὶ τοῦ ναειδαμῶς.

Greek Monolingual

ναιδαμῶς (Α)
επίρρ. (κωμ. τ. του ναι) μάλιστα, βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ναι-δαμῶς έχει σχηματιστεί < ναί, κατά τα μη-δαμῶς, οὐ-δαμῶς].