περικλεής

From LSJ
Revision as of 02:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλεής Medium diacritics: περικλεής Low diacritics: περικλεής Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΗΣ
Transliteration A: perikleḗs Transliteration B: perikleēs Transliteration C: perikleis Beta Code: perikleh/s

English (LSJ)

ές,

   A = περικλειτός, AP7.119, A.R.1.1069 : irreg. Sup. -κληέστατος Epic. in BKT 5(1).85 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 579] ές, rings berühmt, Ep. ad. 513 (VII, 119).

Greek (Liddell-Scott)

περικλεής: -ές, - περικλειτός, περίφημος, ἔνδοξος, Ἀνθ. Π. 7. 119, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1069.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι-κλεής].

Russian (Dvoretsky)

περικλεής: весьма славный, знаменитый Anth.