ποτάγορος

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτάγορος Medium diacritics: ποτάγορος Low diacritics: ποτάγορος Capitals: ΠΟΤΑΓΟΡΟΣ
Transliteration A: potágoros Transliteration B: potagoros Transliteration C: potagoros Beta Code: pota/goros

English (LSJ)

Dor. for προσήγορος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δωρ. τ.) προσήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + -αγορος/ -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτάγορος Dor. voor προσήγορος.