ποτάγορος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
Dor. for προσήγορος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) προσήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + -αγορος/ -ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτάγορος Dor. voor προσήγορος.