φοβέστρατος

From LSJ
Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοβέστρᾰτος Medium diacritics: φοβέστρατος Low diacritics: φοβέστρατος Capitals: ΦΟΒΕΣΤΡΑΤΟΣ
Transliteration A: phobéstratos Transliteration B: phobestratos Transliteration C: fovestratos Beta Code: fobe/stratos

English (LSJ)

ον, = foreg., αἰγίς, of Athena, Hes.Th.ap.Chrysipp.Stoic.2.257, cf. EM797.54.

German (Pape)

[Seite 1294] Kriegsschaaren schreckend, Hes. frg. im E. M. 797, 54, von der Aegis.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Αθηνάς) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτή που τρέπει σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + στρατός (πρβλ. ἀγέ-στρατος, δεξί-στρατος). Η μορφή του α' συνθετικού αναλογικά προς το αρχε-].

Russian (Dvoretsky)

φοβέστρατος: нагоняющий страх на (неприятельские) войска (αἰγίς Hes.).