ἀλίβατος
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
ον, Dor.for ἠλίβατος.
German (Pape)
[Seite 95] dor. für ἠλίβ., πέτρα Pind. Ol. 6, 64; Theocr. 26, 10; Eur. Suppl. 80; die Schreibung ἁλιβ. beruht auf falscher Etymol. Bei Ath. IX, 374 e ist nach mss. die richtigere Lesart ὑλιβ. hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίβατος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἠλίβατος.
English (Slater)
ᾱλῐβᾰτος, -ον
1 steep ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου (O. 6.64)
Spanish (DGE)
v. ἡλίβατος.
Greek Monolingual
ἀλίβατος, -ον (Α)
δωρικός τύπος του ἠλίβατος.
Greek Monotonic
ἀλίβᾰτος: -ον, Δωρ. αντί ἠλίβατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλίβατος: дор. = ἠλίβατος.
Middle Liddell
[doric for ἠλίβατος