ἀναληπτικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναληπτικός Medium diacritics: ἀναληπτικός Low diacritics: αναληπτικός Capitals: ΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: analēptikós Transliteration B: analēptikos Transliteration C: analiptikos Beta Code: a)nalhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A restorative, κύκλος, of medical treatment, Sor.2.88, cf. Gal.1.301. Adv. -κῶς Id.14.672.

German (Pape)

[Seite 196] erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναληπτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀνάρρωσιν καὶ ὑγίειαν, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. reparador de un tratamiento médico, Sor.103.17, 151.32, Gal.1.301, de alimentos, Theod.Prisc.Leg.69.
2 adv. -ῶς a base de reconstituyentes ἀ. ἄγειν αὐτόν Gal.14.672.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναληπτικός, -ή, -όν) ἀναλαμβάνω
(στην Ιατρ.)
1. αυτός που συντελεί στην ανάρρωση, δυναμωτικός, τονωτικός
2. (ο πληθυντικός του ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά
νεοελλ.
1. (για χρηματικές καταθέσεις) αυτός που επιστρέφεται σε πρώτη ζήτηση, που μπορεί να αναληφθεί αμέσως.