ἀπέρημος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον, strengthd. for ἔρημος, Sch.Pi.N.4.88.
German (Pape)
[Seite 287] ganz öde, Schol. Pind. N. 4, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρημος: -ον, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἔρημος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4. 88.
Spanish (DGE)
-ον
solitario, desierto subst. τὰ ἀπέρημα τοῦ Πηλίου Sch.Pi.p.456 Böckh.
Greek Monolingual
ἀπέρημος, -ον (επιτατ. τύπος του έρημος) (Μ)
(για τόπους) έρημος.