ἐκμηκύνω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμηκύνω Medium diacritics: ἐκμηκύνω Low diacritics: εκμηκύνω Capitals: ΕΚΜΗΚΥΝΩ
Transliteration A: ekmēkýnō Transliteration B: ekmēkynō Transliteration C: ekmikyno Beta Code: e)kmhku/nw

English (LSJ)

strengthd. for μηκύνω, D.H.1.56 (Pass.), 6.83, J.BJ7.8.3 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 769] verstärktes simplex, D. Hal. 6, 83 u. öfter, bes. von der Rede.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμηκύνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μηκύνω, Διον. Ἁλ. 6. 83.

Spanish (DGE)

1 alargar, prolongar τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίαν D.H.11.44, οὐδὲν ... εἰς μακρὸν ἐκμηκύνειν χρόνον D.H.6.83
ret., de períodos, frases hacer largo, extenderse en τοσαύτην ... περίφρασιν D.H.Dem.7.5, αὐτάς (τὰς διηγήσεις) D.H.Is.14.2, ταῦτα δὲ μέχρι δισχιλίων ἐκμηκύνας στίχων y tras haberse extendido en este tema hasta dos mil líneas D.H.Th.10.4, cf. 19.1, περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄθλων ... τί δεῖ παρὰ καιρὸν ἐκμηκύνειν ...; Heraclit.All.33.
2 intr., en v. med. prolongarse, continuar (ὁδός) I.BI 7.282, ἀρχὴν ... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἐκμηκυνθησομένην D.H.1.56.

Greek Monolingual

ἐκμηκύνω (Α)
1. εκτείνω σε όλο το μήκος
2. (για χρόνο) αυξάνω τη διάρκεια
3. (για λόγο) μιλώ διεξοδικά.