ἐνθρονισμός

From LSJ
Revision as of 14:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθρονισμός Medium diacritics: ἐνθρονισμός Low diacritics: ενθρονισμός Capitals: ΕΝΘΡΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: enthronismós Transliteration B: enthronismos Transliteration C: enthronismos Beta Code: e)nqronismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A enthroning, title of προσόδια by Pindar, Suid.

German (Pape)

[Seite 843] ὁ, das auf den Thron Setzen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθρονισμός: ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν ἐπίσκοπον, Σύνοδ. Χαλκ. 1568Β. 2) ἐγκαίνια ἐκκλησίας, Βαλσαμ. Συνοδ. VI. 31.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 entronización en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.
2 crist. ocupación de la sede episcopal, consagración como obispo τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου CBeryt.(449) Act.11.110 (p.30.1), cf. CChalc.(451) Act.12.31 (p.49.22).

Greek Monolingual

και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) ενθρονίζω
η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο
νεοελλ.
εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο
μσν.
1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας
2. τίτλος τών προσοδίων του Πινδάρου
3. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται η τάξη, η εθιμοτυπία τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ.