ἐρείκιον

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείκιον Medium diacritics: ἐρείκιον Low diacritics: ερείκιον Capitals: ΕΡΕΙΚΙΟΝ
Transliteration A: ereíkion Transliteration B: ereikion Transliteration C: ereikion Beta Code: e)rei/kion

English (LSJ)

τό,

   A crumbly pastry,=ἴτριον, Gal.19.100.    II ἐρίκια, τά, heath-plants, PLond.3.905 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ἐρείκιον, τὸ (Α)
1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον)
2. πληθ. τὰ ἐρείκια
εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. -ιον, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου ε- προήλθε το ρείκι].